- κλιμακοειδής
- κλῑμᾰκο-ειδής, ές,A like a stairway,
λαβύρινθος Steph.in Rh.286.12
; like a ladder, Apollon.Cit.1 (s.v.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαβύρινθος Steph.in Rh.286.12
; like a ladder, Apollon.Cit.1 (s.v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλιμακοειδής — ές (AM κλιμακοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με κλίμακα κατά το σχήμα ή κατά τη διάταξη, κλιμακωτός. επίρρ... κλιμακοειδώς με κλιμακοειδή τρόπο, κλιμακωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, ακος + ειδής*] … Dictionary of Greek
κλιμακοειδέσι — κλιμακοειδής like a stairway masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek